κρόκινος

κρόκινος
η , ο [ος , ον ] шафранного цвета

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "κρόκινος" в других словарях:

  • κρόκινος — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρόκινος — η, ο (Α κρόκινος, ίνη, ον) [κρόκος] 1. αυτός που έχει το χρώμα τού κρόκου, κίτρινος 2. αυτός που παρασκευάζεται από κρόκο νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η κροκίνη (βιοχ.) ετεροζίτης που αποτελεί την κύρια χρωστική τής ζαφοράς …   Dictionary of Greek

  • κροκίνω — κρόκινος of masc/neut nom/voc/acc dual κρόκινος of masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κροκίνων — κρόκινος of fem gen pl κρόκινος of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρόκινον — κρόκινος of masc acc sg κρόκινος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κροκίνοις — κρόκινος of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κροκίνου — κρόκινος of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κροκίνῳ — κρόκινος of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρόκινα — κρόκινος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κροκίνας — κροκίνᾱς , κρόκινος of fem acc pl κροκίνᾱς , κρόκινος of fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»